δουλεμπορία

δουλεμπορία
η και δουλεμπόριο, το
αγοραπωλησία ή εμπόριο δούλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δουλέμπορος. Η λ. δουλεμπορία μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Αθηναϊκή και η λ. δουλεμπόριον μαρτυρείται από το 1865 στον Αλ. Καραθεοδωρή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δουλεμπορικός — ή, όν 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη δουλεμπορία ή στον δουλέμπορο 2. αυτός που προέρχεται από δουλεμπορία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Αθηναϊκή] …   Dictionary of Greek

  • ανθρωπεμπορία — η 1. η δουλεμπορία 2. η σωματεμπορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνθρωπος + εμπορία. Η λ. μαρτυρείται στον διδάσκαλο του Γένους Κ. Κούμα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”